- νοσολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσολογία: Νοσολογική μελέτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοσολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek